ἐπίφρων

ἐπίφρων
ἐπί - φρων: thoughtful, sagacious, discreet; βουλή, μῆτις, γ 12, Od. 19.326. (Od.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίφρων — thoughtful masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφρονα — ἐπίφρων thoughtful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφρονας — ἐπίφρων thoughtful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφρονες — ἐπίφρων thoughtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφρονι — ἐπίφρων thoughtful masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφρονος — ἐπίφρων thoughtful masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφρον' — ἐπίφρονα , ἐπίφρων thoughtful masc acc sg ἐπίφρονι , ἐπίφρων thoughtful masc dat sg ἐπίφρονε , ἐπίφρων thoughtful masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη …   Dictionary of Greek

  • πανεπίφρων — ον, Α 1. αυτός που παρατηρεί, που προσέχει τα πάντα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανεπίφρονα δόλια, πονηρά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίφρων «συνετός, φρόνιμος»] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”